Η στρατηγική της «συνειδητής συγκράτησης»

 

Η ιδέα ότι μια επιχείρηση οφείλει διαρκώς να μεγαλώνει έχει μετατραπεί σε σχεδόν ηθική επιταγή. Growth, scale, expansion, περισσότερες αγορές, περισσότερα προϊόντα, περισσότερα επίπεδα. Κι όμως, όσο περισσότερο μελετά κανείς τη στρατηγική σε βάθος χρόνου, τόσο πιο καθαρά διακρίνει ένα παράδοξο. Ορισμένες από τις πιο ισχυρές και ανθεκτικές επιχειρήσεις δεν ξεχωρίζουν επειδή μεγάλωσαν, αλλά επειδή ήξεραν πότε να μην το κάνουν. Η μη-κλιμάκωση δεν είναι αδυναμία, είναι συνειδητή στρατηγική επιλογή.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η κλιμάκωση υπόσχεται οικονομίες κλίμακας, μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ και αυξημένη ορατότητα. Στην πράξη, όμως, εισάγει εκθετική πολυπλοκότητα. Οι αποφάσεις επιβραδύνονται, η εσωτερική συνεννόηση φθείρεται, το προϊόν αρχίζει να εξυπηρετεί “όλους” και τελικά δεν εξυπηρετεί κανέναν ιδιαίτερα καλά. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αντί να ενισχύεται, αραιώνει. Σε αυτό το σημείο, η μη-κλιμάκωση λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης στρατηγικής καθαρότητας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Basecamp, η οποία εδώ και χρόνια αρνείται πεισματικά τη λογική του hyper-growth. Δεν κυνηγά χρηματοδοτικούς γύρους, δεν επεκτείνει ανεξέλεγκτα το προϊόν της, δεν “πλατφορμοποιείται”. Αντίθετα, διατηρεί εσκεμμένα περιορισμένο μέγεθος, με σαφή πελατειακή στόχευση και οργανωτική απλότητα. Το αποτέλεσμα δεν είναι στασιμότητα, αλλά υψηλή κερδοφορία, ανθεκτικότητα και στρατηγική αυτονομία. Η μη-κλιμάκωση εδώ δεν είναι άρνηση προόδου, είναι άρνηση της απώλειας ελέγχου.

Το ίδιο μοτίβο συναντάται και σε εξειδικευμένες συμβουλευτικές ή τεχνολογικές εταιρείες που επιλέγουν να παραμείνουν μικρές, όχι επειδή δεν μπορούν να μεγαλώσουν, αλλά επειδή γνωρίζουν ότι το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα βασίζεται στη βαθιά γνώση, στην άμεση επαφή με τον πελάτη και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Η κλιμάκωση θα απαιτούσε τυποποίηση, layers διοίκησης και συμβιβασμούς που θα αλλοίωναν τον πυρήνα της αξίας τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το “όχι” στην ανάπτυξη είναι ταυτόχρονα “ναι” στη στρατηγική συνέπεια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τεχνολογικός χώρος, όπου πολλά προϊόντα κατέρρευσαν ακριβώς τη στιγμή που “έπρεπε” να μεγαλώσουν. Λογισμικά που λειτουργούσαν άψογα ως εξειδικευμένα εργαλεία έχασαν την ταυτότητά τους όταν προσπάθησαν να γίνουν οικοσυστήματα. Η μη-κλιμάκωση, αν είχε επιλεγεί εγκαίρως, θα είχε λειτουργήσει ως φραγμός σε ένα strategic point of no return.

Στρατηγικά, η μη-κλιμάκωση προϋποθέτει ωριμότητα. Απαιτεί ηγεσίες που μετρούν την επιτυχία όχι μόνο με δείκτες μεγέθους αλλά με δείκτες συνοχής, ελέγχου και ανθεκτικότητας. Απαιτεί επίσης την αποδοχή ότι δεν είναι όλες οι αγορές, όλοι οι πελάτες και όλες οι ευκαιρίες συμβατές με την ταυτότητα της επιχείρησης. Το να μη μεγαλώνεις μπορεί να είναι η πιο δύσκολη απόφαση, ακριβώς επειδή έρχεται σε σύγκρουση με το κυρίαρχο αφήγημα.

Τελικά, η στρατηγική της μη-κλιμάκωσης δεν αφορά τη στασιμότητα, αλλά τη συνειδητή επιλογή ορίων. Σε έναν κόσμο όπου η υπερβολική ανάπτυξη συχνά προηγείται της στρατηγικής κατάρρευσης, το να ξέρεις πότε να σταματήσεις μπορεί να είναι το πιο εξελιγμένο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Βιβλιογραφία

  • Penrose, E. (1959). The Theory of the Growth of the Firm. Oxford University Press.
  • Christensen, C. (1997). The Innovator’s Dilemma. Harvard Business School Press.
  • Mintzberg, H. (2009). Managing. Berrett-Koehler.
  • Taleb, N. N. (2012). Antifragile. Random House.
  • Ries, E. (2011). The Lean Startup. Crown Business.

Δεν υπάρχουν σχόλια: