Η στρατηγική της αποσύνδεσης: Όταν το Competitive Advantage είναι να βγεις από το παιχνίδι.

 

Σε έναν επιχειρηματικό κόσμο που ανταμείβει τη διαρκή παρουσία, τη συνεχή δραστηριότητα και την αέναη συμμετοχή «στο παιχνίδι», η αποσύνδεση αντιμετωπίζεται σχεδόν ως αμάρτημα. Κι όμως, υπάρχουν στιγμές όπου το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν προκύπτει από το να παίζεις καλύτερα, ταχύτερα ή πιο έξυπνα, αλλά από το να επιλέγεις συνειδητά να μη συμμετέχεις. Όχι από αδυναμία, αλλά από στρατηγική επίγνωση.

Η στρατηγική της αποσύνδεσης δεν είναι παραίτηση. Είναι επιλογή πεδίου. Κάθε αγορά, κάθε τεχνολογικό κύμα και κάθε «μόδα» έχει ένα κόστος συμμετοχής που συχνά υποτιμάται, όπως κόστος προσοχής, πόρων, οργανωσιακής ενέργειας και, κυρίως, στρατηγικής καθαρότητας. Όταν μια εταιρεία προσπαθεί να είναι παντού, καταλήγει να μη διακρίνεται πουθενά. Η αποσύνδεση λειτουργεί ως φίλτρο. Προστατεύει τον πυρήνα από τον θόρυβο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Apple, η οποία συστηματικά απείχε από τεχνολογικές κούρσες στις οποίες όλοι οι άλλοι έσπευδαν. Δεν μπήκε πρώτη στα smartphones, ούτε στα smartwatches, ούτε στην τεχνητή νοημοσύνη όπως αυτή παρουσιάζεται σήμερα ως hype. Αντί να ανταγωνιστεί σε ταχύτητα, επέλεξε να αποσυνδεθεί προσωρινά, να παρατηρήσει και να εισέλθει μόνο όταν μπορούσε να επαναπροσδιορίσει το ίδιο το παιχνίδι. Η αποχή της δεν ήταν κενό, ήταν χρόνος ωρίμανσης.

Σε επίπεδο στρατηγικής διοίκησης, η αποσύνδεση λειτουργεί και ως μηχανισμός αποφυγής παγίδων μη αναστρέψιμων αποφάσεων. Όσο περισσότερο εμπλέκεται ένας οργανισμός σε μια αγορά ή τεχνολογία, τόσο δυσκολότερα μπορεί να αποχωρήσει χωρίς απώλειες κύρους ή sunk costs. Η έγκαιρη έξοδος ή η μη είσοδος εξαρχής διατηρεί βαθμούς ελευθερίας. Σε αντίθεση με το A/B testing, που αφορά αναστρέψιμες δοκιμές, η στρατηγική συμμετοχή σε ένα οικοσύστημα συχνά αποτελεί σημείο χωρίς επιστροφή.

Ένα πιο «σιωπηλό» αλλά εξίσου ισχυρό παράδειγμα είναι η Berkshire Hathaway. Ο Warren Buffett έχει χτίσει ολόκληρη φιλοσοφία γύρω από το να λέει «όχι» σε χιλιάδες επενδυτικές ευκαιρίες. Η αποσύνδεσή του από μόδες, γρήγορα trades και τεχνολογικά trends δεν είναι συντηρητισμός, είναι πειθαρχία. Το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα δεν είναι η πρόσβαση σε πληροφορία, αλλά η ικανότητα να αγνοεί ό,τι δεν πληροί αυστηρά κριτήρια μακροπρόθεσμης αξίας.

Σε οργανωσιακό επίπεδο, η αποσύνδεση μπορεί να σημαίνει και αποχή από εσωτερικές «μάχες»: υπερβολικά KPIs, συνεχείς αναδιοργανώσεις, άσκοπα transformation projects. Κάθε τέτοια πρωτοβουλία καταναλώνει ενέργεια που θα μπορούσε να επενδυθεί στη βελτίωση του core προϊόντος ή της εμπειρίας του πελάτη. Το να μη ξεκινήσεις ένα project μπορεί να είναι πιο στρατηγικό από το να το ολοκληρώσεις.

Η στρατηγική της αποσύνδεσης απαιτεί ωριμότητα, γιατί έρχεται σε σύγκρουση με το φόβο της απώλειας. Απαιτεί επίσης θάρρος, γιατί η μη δράση σπάνια επικροτείται δημόσια. Όμως, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης πολυπλοκότητας και εντροπίας, η ικανότητα να επιλέγεις τι δεν θα κάνεις γίνεται πιο κρίσιμη από το τι θα κάνεις.

Τελικά, το competitive advantage δεν βρίσκεται πάντα στο επόμενο feature, στην επόμενη αγορά ή στο επόμενο pivot. Κάποιες φορές βρίσκεται στην επίγνωση ότι το παιχνίδι που παίζεται δεν είναι το δικό σου. Και τότε, η πιο στρατηγική κίνηση είναι να σηκωθείς από το τραπέζι.

Βιβλιογραφία

  • Porter, M. E. (1996). What Is Strategy? Harvard Business Review.
  • Mintzberg, H. (1994). The Rise and Fall of Strategic Planning. Free Press.
  • Christensen, C. M. (1997). The Innovator’s Dilemma. Harvard Business School Press.
  • Taleb, N. N. (2012). Antifragile: Things That Gain from Disorder. Random House.
  • Buffett, W. E. (Annual Letters to Shareholders, Berkshire Hathaway).